καινοφανῆ

καινοφανῆ
καινοφανής
appearing new
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
καινοφανής
appearing new
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
καινοφανής
appearing new
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καινοφανής αστέρας (nova) — (Αστρον.). Αστέρας, ο οποίος παρουσιάζει απρόοπτα ταχύτατη και έντονη αύξηση της λαμπρότητάς του, για να επανέλθει ύστερα σιγά σιγά στην αρχική του κατάσταση. Η λαμπρότητα των κ.α. είναι από 5.000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερη από την αρχική τους …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • καινοφανής — ές (Μ καινοφανής, ές) αυτός που εμφανίζεται πρόσφατα ή για πρώτη φορά, νεοφανής, πρωτοφανής, πρωτότυπος («καινοφανής αστέρας») νεοελλ. 1. μτφ. πρωτάκουστος, ανήκουστος, παράδοξος, αλλόκοτος 2. το ουδ. ως ουσ. το καινοφανές το ασυνήθιστο, η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • ήτα Τρόπιδος — (Αστρον.). Απομακρυσμένος αστέρας στον αστερισμό της Τρόπιδος. Είναι ένας ανώμαλος μεταβλητός τύπου καινοφανή, με ιδιόρρυθμο φασματικό τύπο και με μεγάλες μεταβολές στο μέγεθος σε πολύ ακανόνιστες περιόδους. Από το 1835 έως το 1845 αποτελούσε τον …   Dictionary of Greek

  • κοσμικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία που προέρχεται από τους κοσμικούς χώρους και καταλήγει σταθερά πάνω στην επιφάνεια της Γης. Τα ατομικά ή υποατομικά σωματίδια που αποτελούν τις κ.α. διαθέτουν πολύ υψηλές ενέργειες. Ενδεικτικό είναι ότι τα πρωτόνια,… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρναρντ, Έντουαρντ Έμερσον — (Edward Emerson Barnard, Νάσβιλ, Τενεσί 1857 – Γουίλιαμς Μπεν, Γουισκόνσιν 1923). Αμερικανός αστρονόμος. Αρχικά υπήρξε ερασιτέχνης αστρονόμος, αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Βάντερμπιλτ και μετά εργάστηκε στο αστεροσκοπείο Λικ στο όρος Χάμιλτον… …   Dictionary of Greek

  • Ναυτική Πυξίδα — (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του νότιου ημισφαίριου (ο πιο αμυδρός ίσως από όλους τους αστερισμούς) που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών της Αντλίας, της Ύδρας, της Πρύμνης, της Τρόπιδας και των Ιστίων. Αποτελείται από δύο αστέρες τέταρτου… …   Dictionary of Greek

  • Τολιάτι, Παλμίρο — (Togliatti, Γένοβα 1893 – Κριμαία 1964). Ιταλός πολιτικός. Πτυχιούχος της νομικής το 1915, συνδέθηκε με τον Αντόνιο Γκράμσι και προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό κόμμα. Το 1921 πρωταγωνίστησε στην ίδρυση του KK, του οποίου έγινε μέλος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”